διαβρώσεις

διαβρώσεις
διάβρωσις
eating through
fem nom/voc pl (attic epic)
διάβρωσις
eating through
fem nom/acc pl (attic)
διαβιβρώσκω
eat up
aor subj act 2nd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άντα — Ο μεγαλύτερος παραπόταμος (313 χλμ.) του Πάδου και τέταρτος σε μήκος ποταμός της Ιταλίας. Πηγάζει από τις Ρετικές Άλπεις σε ύψος 2.290 μ. και ο άνω ρους του διαρρέει την κοιλάδα Βαλτελίνα που σχημάτισαν οι διαβρώσεις των παγετώνων. Εκβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • γείωση — Η διοχέτευση ηλεκτρικών φορτίων στο έδαφος. Από ηλεκτρική άποψη, η Γη μπορεί να θεωρηθεί αγωγός άπειρης χωρητικότητας, που μπορεί να λάβει κατά συνθήκη δυναμικό μηδέν. Η ιδιότητα αυτή εφαρμόζεται πραγματικά στη γ., η οποία γίνεται με αγωγούς… …   Dictionary of Greek

  • εμαγιέ — (ακλ.) 1. (για μεταλλικά ή πήλινα σκεύη και άλλα αντικείμενα) εκείνος τού οποίου η επιφάνεια έχει επικαλυφθεί κατά την κατασκευή με εφυάλωμα (από σκόνη γυαλιού και διάφορα οξείδια) ή σμάλτο για προφύλαξη από διαβρώσεις και για ωραιότερη εμφάνιση… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • λευκόρροια — Βλεννώδης ή βλεννοπυώδης έκκριση από το γυναικείο αιδοίο. Είναι λειτουργικό σύμπτωμα το οποίο παρατηρείται σε διάφορες παθήσεις του κόλπου, του τραχήλου, της μήτρας και σπανιότερα των σάλπιγγων. Είναι δυνατόν να οφείλεται σε φλεγμονή, όγκο ή… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • πρόβολος — ον, Α βλ. πρόβολος. ο, ΝΑ, και πρόβολος, ον, Α νεοελλ. 1. ναυτ. πλάγιος ιστός που προεξέχει από την πλώρη ιστιοφόρου πλοίου, κν. μπομπρέσο 2. τεχνολ. α) (στη γεφυροποιία) η προεξοχή που κατασκευάζεται κυρίως στα υποβρύχια τμήματα τών μεσοβάθρων… …   Dictionary of Greek

  • πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • τεφλόν — το, Ν (χημ. τεχνολ.) εμπορική ονομασία με την οποία είναι ευρύτερα γνωστή η πολυμερής ένωση πολυτετραφθοροαιθυλένιο, η οποία παρουσιάζει αξιοσημείωτη αντοχή στα χημικά μέσα, τη θερμότητα και τις διαβρώσεις και χρησιμοποιείται για την κατασκευή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”